- εντυπώ
- ἐντυπῶ, -όω (AM)βλ. εντυπώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεντυπώ — όω, Α [ἐντυπῶ] εντυπώ, κάνω προηγουμένως να σχηματισθεί η μορφή ή το σχήμα … Dictionary of Greek
εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση … Dictionary of Greek
εντύπωμα — το (Α ἐντύπωμα) το αποτέλεσμα τού εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος νεοελλ. ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου αρχ. το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα,… … Dictionary of Greek
προσεντυπώ — όω, Α [ἐντυπῶ] εντυπώνω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek